ξεθαρρεύω — ξεθαρρεύω, ξεθάρρεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεθαρρεύω — (Μ ξεθαρρεύω) 1. ανακτώ το θάρρος και την αυτοπεποίθηση μου, αναθαρρώ 2. (το μέσ.) ξεθορρεύομαι εμπιστεύομαι κάποιον περισσότερο από όσο πρέπει νεοελλ. (το μέσ.) αποκτώ υπερβολικό θάρρος, γίνομαι αυθάδης, αποθρασύνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ θαρρῶ (εξ … Dictionary of Greek
ξεθάρρεμα — το [ξεθαρρεύω] 1. το αποτέλεσμα τού ξεθαρρεύω, ανάκτηση θάρρους, αναθάρρηση 2. αποθράσυνση … Dictionary of Greek
ξαθαρρεμός — το [ξεθαρρεύω] ξαθάρρεμα … Dictionary of Greek
ξεδειλιώ — άω αποβάλλω τη δειλία μου, παίρνω θάρρος, ξεθαρρεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + δειλιώ] … Dictionary of Greek
χέρι — Το ακρότατο τμήμα του επάνω άκρου· ο σκελετός του αποτελείται από 27 οστά, 8 από τα οποία (ονομάζονται μικρά οστά του χ. ή καρπός), βρίσκονται διατεταγμένα σε δυο σειρές και συμμετέχουν από τη μια μεριά στην άρθρωση του καρπού, ενώ από την άλλη… … Dictionary of Greek
ξεθάρρεμα — το, ατος το αποτέλεσμα του ξεθαρρεύω, απόκτηση θάρρους, εμπιστοσύνης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)